background img
banner
banner

Α΄ Πανελλήνιο Βραβείο «ΚΕΛΑΙΝΩ 2017» για δύο Αιγιαλείς!

ΑΠΟΝΕΜΘΗΚΕ ΣΤΟΥΣ ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΨΑ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ

Σε μία όμορφη τελετή πραγματοποιήθηκε το περασμένο Σάββατο 4 Νοεμβρίου, στο Πολιτιστικό Κέντρο «Μελίνα Μερκούρη», στο Ίλιον, η απονομή των βραβείων τού Λογοτεχνικού Ομίλου «ΚΕΛΑΙΝΩ – ΞΑΣΤΕΡΟΝ » για το 2017. Το πολύ τιμητικό πρώτο πανελλήνιο βραβείο απονεμήθηκε σε δύο Αιγιαλείς ποιητές, τους Πάνο Κουμπούρα και Θανάση Τρίψα. Η απονομή έγινε από την διακεκριμένη κριτικό Λογοτεχνίας και πρόεδρο του ΞΑΣΤΕΡΟΝ κ. Παναγιώτα Ζαλώνη, ενώ ο φετινός διαγωνισμός είχε ως θέμα: «Παιδιά της Ελλάδας παιδιά, παιδιά που…».

Ο Παναγιώτης Κουμπούρας, που βραβεύεται για 3η συνεχή χρονιά με Α΄ βραβείο Κελαινώ, συμμετείχε με το ποίημα: «Παιδιά της Ελλάδας: Ίτε!», το οποίο αφιέρωσε σε όλα τα παιδιά της Ελλάδας και ιδιαίτερα στον ανιψιό του Σπύρο, που παίρνει τώρα το πτυχίο του στην Λογοθεραπεία και ελπίζει , όπως όλα τα παιδιά της Ελλάδας, σε ένα καλύτερο μέλλον στην πατρίδα μας, όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο ποιητής. Ο Θανάσης Τρίψας έλαβε το α΄ βραβείο για το ποίημά του «Μάχιμες προσδοκίες», μέσα από το οποίο αντικατοπτρίζει τον ρόλο των νέων στην Ελλάδα τού σήμερα. Όπως ο ίδιος αναφέρει, ΄΄είναι ένα ποίημα που γράφθηκε για την αιμορραγούσα πληγή της κοινωνίας μας…΄΄.

«ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ :ΙΤΕ!»

Παιδιά της Ελλάδας , παιδιά , που το μέλλον σας φεύγει

και σεις στο σκοτάδι του φόβου και στ’ άδικο ζείτε .

Ποιας μάνας παιδί θα λυγίσει ; Ψυχή ποια θα έβγει ;

Σταμάτησε ο χρόνος . Μονάχα η υδρόγειος κινείται

λεπτό το λεπτό κι ένα σμήνος ονείρων μισεύγει .

Καμπάνες χτυπάνε . Λες , θάνατος νά’ ναι ή « Ίτε » ;

 

Ξημέρωσε πάλι . Ποιος « δήμιος » νίπτεται – άδων –

κι απόχη – κομψός – σ’ ένα σώμα ανέργων τούς ρίχνει ;

Γραφιάδες τσεκάρουν τα πλήθη . Πραιτόρια φονιάδων

σε δράση . Ποιο χέρι τον Χρήστο της Δέσποινας δείχνει ;

Τι θλίψη , θεέ μου . Τι θρήνος σε μάτια μανάδων

με πάναγνα δάκρυα . Στα σπλάχνα , του πόνου τα ίχνη .

 

Στιγμή , πεταλούδα – ψυχή μου , δε νύχτωσες , όμως .

Παιδείας λαμπρό φεγγαράκι , των άστρων η μνήμη ,

πνοή στις ανάσες μας δίνει , που έπνιγε ο τρόμος .

Στοχάσου με θάρρος . Οι άβουλοι χάνονται ερήμη(ν) .

Με τόλμης αγώνες λυτρώνεται ο λεύτερος δρόμος .

« Ωιμένα » , σιγείστε . Να πάψουν τα ωχ και τα οίμοι .

 

Του νου την αλήθεια δε σκιάζει της πλάνης το ψέμα ,

απόπαιδα , πια , μάς κατάντησαν , με όραμα δίχως ,

ζητιάνους στης ίδιας της γης μας το άστοργο βλέμμα .

Εμπρός , οι τυφλοί , να διαβούμε του σκότους το τείχος .

Σαλπίζει ο θούριος της Νιότης . Της νέμεσης αίμα ,

κραυγάζει η οργή μας . Του δίκιου εσήμανε ο ήχος .

 

Παιδιά της Ελλάδας , παιδιά , που τα πάντα μπορούμε ,

εμείς ν’ αναστήσουμε πάλι τη δόλια πατρίδα .

Περήφανοι , μέσα στο Τώρα , πολίτες , να ζούμε .

Δε νίκησε εχθρός μας ποτές τη δική μας ελπίδα ,

μονάχοι μας φταίμε . Τα λάθη κατάματα αν δούμε ,

ώ ουράνια μορφή της ψυχής μας , το μέλλον σου : είδα !

«Μάχιμες Προσδοκίες»

Για της Ελλάδας τα παιδιά που με φτερ’ ανοιγμένα

τον ερχομό της χαραυγής μείναν να καρτερούν,

ψηλά για να πετάξουνε που τόσο λαχταρούν˙

για κείνα είν’ τα μάτια μου κάποιες φορές θλιμμένα,

γιατ’ όσο κείνη η αυγή στην προσμονή λιμνάζει,

ο κόσμος που τους τάξαμε μ’ όνειρο θα φαντάζει.

 

Σ’ εκείνα τ’ αζευγάρωτα της γης μας αηδόνια

που προσπαθούν την πρώτη τους να χτίσουνε φωλιά

και της ανάγκης η σιωπή τους κλέβει τη λαλιά,

ψάχνοντας για ελεύθερα που απομείναν κλώνια˙

σε κείνα λεύθερο κλαδί ας βρούμε για να χτίσουν,

πρωτόγεννες γλυκές λαλιές γύρω μας ν’ αντηχήσουν.

 

Για κείνα π’ αντιστέκονται στης στέρησης το κύμα,

μες στης ζωής το πέλαγος μ’ ένα σκαρί φτωχό

και της φωνής τους μοναχά ακούνε την ηχώ,

καθώς απομακρύνονται απ’ της χαράς το σήμα˙

για κείνα κει τα κύματα μεμιάς ας ημερέψουν

και τις πυξίδες οι χαρές επάνω τους ας στρέψουν.

 

Σ’ εκείνα που αναζητούν το πέρασμα να βρούνε

στην άλλη όχθη της ζωής, π’ ανθίζει, να βρεθούν

και σ’ ανθισμένες κορυφές να αναρριχηθούν,

κει που τα μάτια της ζωής από ψηλά κοιτούνε˙

σ’ εκείνα τα περάσματα κρυφά ας πάψουν να ‘ναι,

φτιαγμένα είν’ απ’ τη ζωή όλοι να τα περνάνε.

 

Για κείνα τ’ άνθη που λυγάν’ απ’ τ’ άνυδρα τα χρόνια

κι η προσμονή τους γίνεται γόνος της λησμονιάς,

κείνα τα στάχια που ‘μειναν εκτός της θημωνιάς,

ακολουθώντας άγνωστα της μοίρας χελιδόνια˙

για κείνα απ’ το δένδρο μας ευχές αργοκυλάνε

και ζωγραφίζουν στον κορμό εικόνες να γυρνάνε.

 

Γιατί καθένα μας παιδί και μια ελπίδα φέρνει

στ’ αύριο τούτης της γης που πάει σ’ ανηφοριά,

στην ακριβή της ρίζας μας άδοτη λευτεριά,

που με θυσίες κτίσαμε και πέτρα ματωμένη.

Κι όσο η ζωή θα αφαιρεί απ’ τ’ αύριο ελπίδες

θ’ αθροίζει φόβους να γενούν παιδιά με δυο πατρίδες.


Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

Σχετικα αρθρα


Τα σχόλια είναι κλειστά.

protionline.gr