ΓΙΑ ΘΑΝΑΣΗ ΤΡΙΨΑ ΚΑΙ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΟΥΜΠΟΥΡΑ
Την τιμή που τους έγινε από το Νομικό Πρόσωπο του δήμου Αιγιαλείας για την προσφορά τους στον Πολιτισμό, ανταπέδωσαν με τον καλύτερο τρόπο οι πολυβραβευμένοι Αιγιαλείς ποιητές Θανάσης Τρίψας και Παναγιώτης Κουμπούρας, φέρνοντας άλλα δύο πολύ σημαντικά βραβεία στην περιοχή! Οι δύο ποιητές… μοιράστηκαν το πρώτο βραβείο στον 6ο Παγκόσμιο Ποιητικό Διαγωνισμό Αμφικτυονίας Ελληνισμού 2017, κάνοντας υπερήφανη ολόκληρη την Αιγιάλεια.
Συγκεκριμένα, ανάμεσα σε 410 Έλληνες ποιητές από όλο τον κόσμο διακρίθηκαν με Α΄ βραβείο τρεις. Τα δύο από τα 3 πρώτα βραβεία απονέμονται στους Παναγιώτη Κουμπούρα, φιλόλογο – διευθυντή Λυκείου Ακράτας και Θανάση Τρίψα, Αιγιώτη ποιητή.
Την εννιαμελή επιτροπή βραβεύσεων του διαγωνισμού αποτελούσαν ελληνικές και ξένες προσωπικότητες. Τα ποιήματα του Παναγιώτη Κουμπούρα και του Θανάση Τρίψα επελέγησαν στα πέντε καλύτερα ποιήματα, που θα μελοποιηθούν από γνωστό συνθέτη της Θεσσαλονίκης. Επίσης, τα ποιήματα των συμμετεχόντων στον διαγωνισμό θα εκδοθούν σε καλαίσθητο τόμο που θα αποσταλεί στον απόδημο Ελληνισμό και σε βιβλιοθήκες της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Θα πρέπει τέλος, να αναφερθεί ότι ο Θανάσης Τρίψας είχε αποσπάσει και πέρυσι το πρώτο βραβείο στον ίδιο διαγωνισμό, με το ποίημά του «Γη του φωτός ανέσπερη».
Τα ποιήματα των δύο Αιγιαλέων ποιητών τα οποία απέσπασαν το πρώτο βραβείο στον φετινό διαγωνισμό, είναι τα ακόλουθα:
Είμαστε, αγάπη… (Παναγιώτη Κουμπούρα)
διπλό σονέτο
Ήσουν πουλί στην παγωνιά ,
είχες στα μάτια τον χιονιά , σαν σε κοιτούσα.
Να’ μουν φιλί σε μια αγκαλιά ,
γλυκά στα χείλη τα μελιά να σε φιλούσα.
Ήσουν κλαδί μες στο βοριά
και στων ανέμων τη μεριά λύγιζες πάντα.
Να’ μαι παιδί του κυρ Νοτιά,
να σε στολίζω με μυρτιά και με λεβάντα !
Να’ μουν νεράκι όλο δροσιά ,
στου έρωτα τη φυλλωσιά να σε κυλούσα.
Να’ σαι λιγάκι – Παναγιά ,
της λύπης σου την πυρκαγιά να τηνε σβούσα.
Είμαι από χώμα μια καρδιά ,
που τη ζωγράφισαν παιδιά λευκή γιρλάντα.
Να’ σαι το στόμα ερωδιού ,
οι λέξεις σου σπόροι ροδιού , amo – Αμάντα.
Είμαστε , αγάπη , εγώ κι εσύ ,
σαν το πλατάνι το δασύ , που αντέχει χρόνια.
Είμαστε , αγάπη , από φως ,
όπως ο φάρος ο κρυφός , κι οι δυο πλασμένοι.
Είμαστε αγάπη , που νικά
και την κακία τελικά , αγάπη αιώνια !
Να’ μαστε αγάπη, στους καιρούς,
τους μίζερους,τους μισερούς,και στο σκοτάδι.
Να’ μαστε αγάπη , μια πνοή ,
εγώ κι εσύ , για μια ζωή ευτυχισμένοι.
Να’ μαστε αγάπη , που διαρκεί
κι όταν δειλιάζει, τής αρκεί μόνο ένα χάδι !
Κλέους Ανάδυση (Θανάση Τρίψα)
Όταν στη λάμψη απ’ τα σπαθιά γεννιότανε η λευτεριά,
ο ήλιος δεν βασίλευε, τη νίκη καρτερούσε,
και σαν ορθώναν τα κορμιά τείχη και κάστρα απόρθητα,
η δόξα ήταν περήφανη το δόρυ που κρατούσε,
τον πορθητή κοιτούσε στα μάτια μ’ αντρειά.
Τώρα το φως αιμορραγεί, αχτίδες χάνει η χαραυγή,
αδημονεί το φρόνημα το κλέος ν’ αναδύσει,
είν’ η γαλήνη ακριβή, όταν μακραίνει απ’ την ψυχή
και θέλει αγώνες προσμονής πίσω για να γυρίσει,
το κύμα να λυγίσει, να φτάσει στην ακτή.
Όταν ορέγονταν τη γη κι ασπίδα πρότασσε η τιμή,
χίλια ποτάμια σμίγανε μ’ ένα νερ’ αφρισμένο,
και πριν δρεπάνι να φανεί, τότε τα στάχυα όλα μαζί
δεμάτι ένα εγίνονταν σφιχτά αγκαλιασμένο,
πιστά αγκιστρωμένο στης νίκης την ορμή.
Τώρα ησυχάζουν τα νερά σε φράγματα λυπητερά,
μα στον βυθό τους αντηχούν βυζαντινές καμπάνες,
κι αν είν’ τα στάχυα αραιά, στον χρόνο ρίζα έχουν βαθιά,
για ν’ ανασύρουν δόρατα που ακολουθούν παιάνες
και στέκουν σαν τιτάνες αντίκρυ σε θεριά.
Κι αν της ανάγκης χειμωνιά στάχυ’ αφαιρεί απ’ τη θημωνιά
κι η ξένη γη στολίζεται μ’ άνθη απ’ την σπορά τους,
κεντούν με ελπίδες στην καρδιά και γαλανόλευκα κλαδιά
φωλιές για ν’ αγκαλιάζουνε «Ελλάδα» τα όνειρά τους,
μια μέρα τα φτερά τους τούς φέρουν δω ξανά.
Είν’ διαλεγμένη τούτη η γη, η δόξα δω να γεννηθεί
χίλιες φορές, κάθε φορά και πιο αντρειωμένη,
και όσο βαθιά κι αν πληγωθεί, πάντα θα στέκεται ορθή,
στον Μαραθώνα ακοίμητη εχθρό να περιμένει,
δρομείς πίσω να στέλνει, τη νίκη σαν γευθεί.