background img
banner
banner

Ο Θανάσης Τρίψας γράφει τον «Δισταγμό»

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΗΝ… ΚΑΡΑΝΤΙΝΑ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΕΠΑΦΗΣ

Η απομόνωση των σωμάτων, η αποξένωση των ψυχών, η καραντίνα της ανθρώπινης επαφής, είναι το βαρύ τίμημα του κορωνοϊού στην κοινωνία, ξέχωρα από τις απώλειες ανθρώπινων ζωών και τις οικονομικές προεκτάσεις που σκορπούν θλίψη και κακουχίες. Ο αυθορμητισμός των συναντήσεων αντικαταστάθηκε από τον φόβο και το χαμόγελο κρύφτηκε πίσω από τις μάσκες… Ανάμεικτα συναισθήματα και πρωτοφανείς καταστάσεις που δεν θα μπορούσαν να μην κεντρίσουν την πένα του ποιητή.

Το ποίημα με τίτλο «Δισταγμός», που δημοσιεύει σήμερα το protionline.gr, ανήκει στον πολυβραβευμένο ποιητή Θανάση Τρίψα και περιγράφει το συναίσθημα του περιορισμού και των… υπό κράτηση εκδηλώσεων χαράς.

Ο ίδιος ο ποιητής, αναφέρει: «Πέρα από τη μεγάλη δοκιμασία που περνά η ανθρωπότητα, πρωτόγνωρα συναισθήματα κυριαρχούν στην καθημερινότητά μας.
Αδιανόητο, ακόμα και για τη φαντασία μας, πριν την εμφάνιση του ιού, ότι οι εκδηλωτικές ενέργειες της αγάπης (το φιλί και ο εναγκαλισμός) τώρα να έχουν μετατραπεί σε απαγορευτικές πράξεις. Ο δισταγμός, ακόμα και για μια απλή χειραψία, στο βάθος του υποκρύπτει μια σταδιακή αποξένωση και παράλληλα, τη μετάβαση σε έναν καινούριο κόσμο, στον οποίο – πολύ φοβάμαι- δεν είμαστε να ενταχθούμε.

Οι πρώτες ελπίδες, βέβαια, να αναχαιτιστούν όλα αυτά, άρχισαν να καρποφορούν με την ανακάλυψη του εμβολίου. Η τελική νίκη της ζωής όμως (όπως και σε κάθε πανδημία) φαίνεται, ότι θα επιτευχθεί με πολλές μάχες ακόμα».

Δισταγμός

Έγινε η πνοή μου εχθρός στα
μάτια του αδελφού μου,
νωπή του φίλου ανάμνηση
η τρυφερή αγκαλιά
κι όσο ερημώνει η φωλιά του
εναγκαλισμού μου,
λοξοδρομούν τα βήματα που
μου έφερναν φιλιά.
Πολύ βαρύ το τίμημα τα
άψυχα να αγγίζω
και όταν χέρι μού δοθεί να σφίξω,
να σαστίζω.

Έγινε η μέρα μου δειλή μπρος
στων γνωστών τη θέα,
η νύχτα μου παράνομη όταν
πατάω τη γη,
κι είναι φορές που αισθάνομαι
πως ζω ζωή λαθραία,
πάνω σε ναρκοπέδιο με ευχή
μην εκραγεί.
Και περπατώ με αίσθηση, πως
κάποιος με ορίζει
κι απ’ την καρδιά μου όνειρα νιώθω να εκθρονίζει .

Έγινε η ώρα μου φτωχή, π’ αργά με ολισθαίνει
σε μοναξιά αλλόκοτη, σκληρή,
εκβιαστική,
δεν είναι τούτη σαν κι αυτές
τον κόσμο που μικραίνει,
ετούτη μια ιδιόκτητη μου κτίζει φυλακή.
Κι αναρωτιέμαι, τι είναι αυτό τον
κόσμο μου π’ αλλάζει;
Πόσο ακόμα ο δισταγμός μέσα
μου θα φωλιάζει;

Τι μάνα κυοφόρησε στα σπλάχνα της
τον γόνο
και του εκληροδότησε μια
απρόσβλητη ισχύ,
τον έλεγχο στα χέρια του να έχει
για τον χρόνο,
εκείνου που στο μένος του μπροστά
δεν πειθαρχεί;
Τούτο το αποτέλεσμα ποια το ‘φερε αιτία
και ποιας αιτίας αίτιος κατέχει
τα πρωτεία;

Μπορεί η ελπίδα μ΄ άνθρωπο όταν
θα ζευγαρώνει,
κόρες ελπίδων να γεννά, ορθή
να ‘ν’ η ψυχή,
μα αυτό το μαύρο σύννεφο τον ήλιο
που κυκλώνει,
τις λαμπερές τις μέρες μας με πείσμα πειθαρχεί.
Μα όσες φορές μπρος στης ζωής
τον ήλιο έχει μείνει,
άνεμος γίνεται η ζωή και σαν κερί
το σβήνει.


Διαβάστε περισσότερα:
· ·
Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα σχόλια είναι κλειστά.

protionline.gr