background img
banner
banner

Προσφορά μνήμης στους νεκρούς και αναγνώριση χρέους από τις νεότερες γενιές

ΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΔΙΚΟΧΑΜΕΝΟΥΣ ΤΟΥ ΛΟΓΓΟΥ ΣΕ ΤΡΑΓΙΚΟ ΑΤΥΧΗΜΑ ΠΡΙΝ 60 ΧΡΟΝΙΑ

Το “Μουσείο Ιστορίας και Λαογραφίας Λόγγου” και η ποιήτρια Μελπομένη Ρογκάλα, θέλοντας να τιμήσουν την μνήμη ορισμένων κατοίκων του Λόγγου, που έχασαν άδοξα και άδικα την ζωή τους εκείνη την ημέρα, στις 22 Αυγούστου 1962, δίδουν στην δημοσιότητα έναν δημιουργικό “θρήνο” της ίδιας της ζωής. Ήταν 22 Αυγούστου – σαν χθες δηλαδή… – όταν ένας μαντρότοιχος υποχώρησε και καταπλάκωσε τον αρχιμάστορα και ορισμένους εργάτες του, στην προσπάθειά τους να δουν να διαμορφώνεται η νέα πλατεία του χωριού και να γίνονται παρεμβάσεις που θα έδιναν μια νέα όψη στην αγαπημένη πλατεία της περιοχής. Η Μέλπω Ρογκάλα, αποτίει φόρο τιμής στους αδικοχαμένους Λογγίτες, με αφορμή την συμπλήρωση 60 χρόνων από το θλιβερό περιστατικό, αυτό της κατάρρευσης ενός τοίχου που “παρέσυρε” στον θάνατο νέους ανθρώπους.

22 Αυγούστου 1962

Ήταν ημέρα ξαστεριάς, ήταν ημέρα Αυγούστου

κι όλοι συνταχτήκανε στη μικρή πλατεία,

απόφαση να πάρουνε να φτιάξουνε με άσφαλτο το δρόμο του χωριού.

Να φέρουν τα χρειαζούμενα στου δρόμου την στροφή.

Είναι πικρό να περπατούν στα λασπωμένα χώματα

και να σκοντάφτουν στα νερά του δρόμου τις λακκούβες

και ν’ αναπνέουν τα παιδιά του χώματος τη σκόνη.

Και μίλησε ο γέροντας και απόφαση επήραν

πως όλοι απ΄ το χωριό βοήθεια θε να δώσουν

στολίδι να γενεί, ο δρόμος του χωριού.

Να μην υπάρχουν άνθρωποι στο χώμα βουτηγμένοι

και τα παιδιά τους να ‘χουνε τον καθαρό αέρα.

Έφεξε η αυγή την μέρα και σκόρπιζε ο ήλιος την ζέστη πέρα ως πέρα.

Και το τραγούδι άρχισε ο γκριζομάλλης γέρος

και τις αξίνες πήρανε κάθε λογής για όργανο

και τρέχουν εκεί εθελοντικά

που η αγάπη τους προστάζει να κάνουν κάτι καλό για όλο το χωριό.

Μπροστά πάνε οι γέροντες και ακολουθούν οι νέοι.

Έχουν αγάπη στους γέροντες και τους ακολουθάνε.

Ολημερίς ιδρώνουνε στου χώματος τη σκόνη.

Μα έρχεται το σούρουπο και θα ξεκουραστούνε.

Καινούρια μέρα φώτισε και πάλι ο Θεός,

και φεύγουνε οι Λογγίσιοι πέρα απ’ το χωριό

για να τελειώσει ο δρόμος πριν τους προλάβει η βροχή.

Σκάβουν τα παλικάρια κάτω απ’ τον ήλιο τον καυτό.

Τα χείλη τους ζητούν νερό μα αυτό είναι ζεστό.

Κουράγιο δίνουν οι γέροντες πως θα ’ρθει το πανηγύρι

και θα χορεύουν τις κοπελιές χωρίς το κουρνιαχτό.

Ήταν ημέρα ζέστης και φώναξε ο γέροντας

πως έφτασε η ώρα να γυρίσουν

στο χωριό στον καθαρό αέρα.

Και να πλυθούν στα γαλανά της θάλασσας νερά.

Μα έμεινε ατέλειωτη στα χείλη η φωνή του

και γέμισε το στόμα του απ’ το ζεστό το χώμα.

Βουή, αντάρα, κουρνιαχτό γέμισε ο αέρας

σύννεφο σκόνης κόκκινο σκέπασε ως πέρα

και το νταμάρι έπεσε και σκέπασε το γέροντα μαζί τα παλικάρια.

Την σκόνη που φοβόντουσαν την πήραν στα σωθικά τους

το χώμα το βαρύ σκέπασε τα κορμιά τους.

Ο ουρανός συννέφιασε, ο ήλιος δεν εβγήκε.

Ήταν ημέρα συννεφιάς, ήταν ημέρα θρήνου.

Κλαίνε μάνες τα παιδιά , οι χήρες τους συντρόφους.

Κλαίει το χωριό το παλικάρι το μικρό δεκάξι μόλις χρόνων.

Ήταν ημέρα παγωνιάς, ήταν ημέρα θρήνου στου Λόγγου την πλατεία.

Πέρασαν τα χρόνια, ξεχαστήκαν τα παλιά,

ήρθε στο χωριό καινούρια γενιά,

μα δεν ξέρει τίποτα για του δρόμου τα γεγονότα τα φρικτά!

Μα σήμερα όλοι μαζί θα ανάψουμε κερί στην άγια σας ψυχή.

Η θυσία σας δρόμος αρετής και αγάπης για τούτο το χωριό!


Διαβάστε περισσότερα:
·
Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Your email address will not be published. Required fields are marked *

protionline.gr