ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΠΑΤΣΗ
Ιδιαιτέρως τιμητική για τον ίδιο τον ποιητή αλλά και την Αιγιάλεια είναι η συμπερίληψη κύκλου ποιημάτων του Γιώργου Κατσανάκη, στον 32ο ανανεωμένο λογοτεχνικό τόμο της εγκυκλοπαίδειας «Χάρη Πάτση». Πρόκειται για τα ποιήματα 17 Νοέμβρη, Δεμένα τα μάτια ακόμα, Την εποχή των αστριών, Σπίθα ελπίδας και Φύλαγε η νύχτα έναν στοχασμό.
Ο ίδιος ο ποιητής ανέφερε στo Protionline.gr: ΄΄Οφείλω ένα πολύ μεγάλο ευχαριστώ στην κ. Ελένη Πάτση και την τιμή που μου έκανε να συμπεριλάβει έναν κύκλο ποιημάτων μου στον 32ο ανανεωμένο λογοτεχνικό τόμο της εγκυκλοπαίδειας ΧΑΡΗ ΠΑΤΣΗ΄΄.
Ακολουθούν τα ποιήματα…
Φύλαγε η νύχτα έναν στοχασμό
μια σκέψη κρυμμένη
σε μια σταγόνα ζωής
Μέσα στου φεγγαριού την σιωπή
ασημένιες δροσιές
να λαμπυρίζουν γλυκά νωχελικά
στις άκρες των βλεφάρων
Πάνω στον χορό της σκόνης των αστεριών
έγειρες στο πλάι μου να σε κοιτώ
με τον χτύπο της ανάσας της καρδιάς
στην ζεστασιά των ονείρων
Δυο βλέμματα γεμάτα από την λαχτάρα του έρωτα
έτοιμα να παραδοθούν
στα χείλη εκείναπου σε κάνουν να θέλεις
Με την έξαψηστις άκρες των αισθήσεων
μια έκφραση πρόβαλε
από μια άλλη θεώρηση των πραγμάτων
μια ασυνείδητη παράδοση
στα σκιρτήματα των αναμνήσεων
Δεν έπαψες ποτέ να έρχεσαι
από τότε που θυμάμαι την θύμηση
Είσαι εκεί
με εκείνο το γέλιο να τρέχεις να μου ξεφύγεις
με εκείνα τα μάτια ναμου φωνάζουν πιάσε με
Τα χρώματα του ήλιου χαϊδεύουν ένα τριαντάφυλλο
στην αυλή των νοημάτων της άνοιξης
Όπως το απόγευμα στο μαντράκι που βλέπει την θάλασσα
σε ένα πεζούλι τόσο δα
που χώρεσαν τα όνειρα μιας ολόκληρης ζωής
– ———
ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΑΣΤΡΙΩΝ
Την εποχή που τα αστέρια κατέβαιναν χαμηλά στην γη
και τα χείλη των ανέμων ψιθύριζαν μαγεμένες ιστορίες
μια μαύρη σκέψη στην καρδιά του ανθρώπου
έσπασε τον κύκλο της γαλήνιας σιωπής
Μια σκέψη ότι θα μπορούσε
να αναγκάσει τη φύση να λειτουργεί για το συμφέρον του
Άρχισε να φτιάχνει αλυσίδες νομίζοντας ότι θα αιχμαλωτίσει τους πλανήτες
Προδόθηκε όμως από την χαρά της αλαζονείας του
και τα αστέρια έφυγαν μακριά στον ουρανό
Το κενό που δημιουργήθηκε από τότε έμελε να γίνει η έλλειψη
το κομμάτι που θα λείπει από την καρδιά του
Αλλά και ταυτόχρονα αυτό που θα υπάρχει μπροστά στα μάτια της ψυχής
Στο χάραμα της μέρας στην σιωπή των χρωμάτων
Η καρδιά ξεχειλίζει αγνή καλοσύνη έτοιμη να αγκαλιάσει την αγάπη όλου του κόσμου
Την ώρα του ηλιοβασιλέματος επίσης
Αγναντεύοντας το ταγκό της νύχτας με την μέρα
Ο ήλιος ροδίζει στις άκρες των ματιών μια ελπίδα
Όμως η απόσταση από το πρωί μέχρι το βράδυ, βυθισμένη στο συμφέρον
είναι το κενό της ζωής
Το τίμημα όταν η απληστία κυριαρχεί στην ανθρώπινη ύπαρξη
μια ζωή ρηχή χωρίς αξίες και ιδανικά
Όταν όμως κατορθώνουν να επικρατήσουν οι αξίες της αγάπης και του πολιτισμού
Το κενό είναι ο απέραντος χώρος άνθισης της ομορφιάς των συναισθημάτων
Καλοσύνης και προσφοράς
Ατενίζοντας ψηλά στον ουρανό το βλέμμα
φωτίζει βαθιά μέσα την καρδιά του ανθρώπου
Είναι στο χέρι σου λοιπόν να προσπαθήσεις
για το περιεχόμενο της ζωής σου
Και τότε ίσως μια μέρα τα αστέρια το δουν
και έρθουν πάλι για σένα στη γη
– ———
17 ΝΟΕΜΒΡΗ
Δυο χνάρια όλα κι όλα κι αυτά ξεχασμένα να μοιάζουν παράταιρα
Δίπλα στην γερμένη κεφαλή τρεις λέξεις στριφογυρίζουνεμόνες
αταίριαστες σε αυτήν εδώ την παραζάλη
Τι κι αν δεν ήξερες τελικά το πώς και γιατί
βλέπεις το μίσος να φουντώνειστο αίμα όλο και περισσότερο
Κάποτε σε αντίκρυζα στητή και όμορφη κάτω από ένα απλό κλαδί ελιάς
ζητώντας ψωμί παιδεία ελευθερία
Τώρα ποιος να γυρίσει να σε κοιτάξει
έτσι που σου πήραν τις λέξεις μέσα από το στόμα
με ένα χέρι να στέκει μπροστά ξεραμένο
εκλιπαρώντας λίγη νιότη αγνή κι ένα χάδι
Ανάψανε πάλι τα μαύρα της νύχτας κεριά
θάβοντας το φως της ημέρας βαθιά στο σκοτάδι
Πρόθυμοι εκδικητές του ανθρώπινου κάλους
Βαλθήκαν να πυροβολούνεκαι πάλι βιβλία βωμούς και αγάλματα
Ακούμπησε λίγο στην άκρη του δρόμου ένα λουλούδι
είδε κι αυτό το άρωμα του στον τοίχο να φλέγεται
Δεν είναι μόνο το αίμα που χάθηκε, δεν είναι το δάκρυ της μάνας που ποτέ δεν στερεύει
Είναι που τα στόματα θα πρέπει για χρόνια να σκύβουν βαθιά το κεφάλι
Όσο κι αν μέσα σου καίγεσαι θα πρέπει να γελάς γλυκά, κυνικά, αδιάφορα
Να εκφωνείς λόγους στημένους κι αδρά πληρωμένους
Μέχρι που κι εσύ τελικά να ξεχάσεις ποιος είσαι
Τι κι αν υπήρξες φρουρός αξιών, νοημάτων
Τι κι αν με χέρια γυμνά και τα στήθη μπροστά τους πολέμησες
Δεν νικιέται του όχλου το μίσος πριν στο αίμα γερά να χορτάσει
Πριν οι μηχανές να λιώσουν κι αυτές, την δική τους την άμορφημάζα
Και τότε ποιος ξέρει
Ίσως ένα τελευταίο δάκρυ να σου δροσίσει για λίγο τα χείλη
Μια λέξη στην αρχή να ριζώσει μονάχη,εκεί στην άκρη του βράχου
Στα μανιασμένα κύματα, να νιώσει πως είναι για λίγο ελεύθερη
Όπως ήσουν κάποτε κι εσύ.Θυμάσαι;