background img
banner
banner

Λόγγος, 1941. Αιμίλιος και Βιττώριο

-Της ΜΕΛΠΟΜΕΝΗΣ ΡΟΓΚΑΛΑ (Σεργουλιώτισσας), προέδρου του Ιστορικού και Λαογραφικού Μουσείου Λόγγου-

Μετά την κατάρρευση των ιταλικών δυνάμεων στα ελληνικά βουνά από τα ελληνικά στρατεύματα και την εισβολή των γερμανικών στρατευμάτων στη χώρα μας οι Ιταλοί εξοντώθηκαν από το γερμανικό στρατό. Πολλοί ήταν αυτοί που διέφυγαν στα βουνά μαζί με τους Έλληνες να πολεμήσουν στο πλευρό τους ενάντια στο Χίτλερ. Πολλοί Ιταλοί βρήκαν φρικτό θάνατο όταν τους έριξαν οι Γερμανοί στον Ισθμό της Κορίνθου. Κάποιοι που ξέφυγαν πήραν το δρόμο προς την Πάτρα πιστεύοντας πως απ’ το λιμάνι της Πάτρας με κάποιο μέσον θα περνούσαν το Ιόνιο και θα έφταναν στα παράλια της Ιταλίας. Το χωριό μας ο Λόγγος που βρίσκεται να συνορεύει με την παλιά εθνική οδό Αθηνών-Πατρών ήταν από την πιο δασώδη περιοχή του αυτοκινητόδρομου. Μια ομάδα Ιταλών που διέφυγαν τη βαρβαρότητα των Γερμανών περνώντας το Αίγιο, έφτασαν σε μια δασώδη περιοχή όπου ένα γεφυράκι τους οδηγούσε στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου και Ελένης. Κάποιοι από αυτούς, αποκαμωμένοι από τη μεγάλη ταλαιπωρία, αλλά και τον τραυματισμό του ενός και την τροφική δηλητηρίαση ενός άλλου Ιταλού στρατιώτη βρήκαν καταφύγιο στο ερημοκλήσι. Οι άλλοι έφυγαν προς το δρόμο της Πάτρας.

Με το πρώτο φως της μέρας η γρια-Μπέσκαινα που είχε το σπίτι της και τα χωράφια της ένα με το χώρο της εκτάσεως του Αγίου Κωνσταντίνου, έβγαλε τα ζωντανά της για βοσκή, αφού ο χώρος αυτός είχε άφθονο χορτάρι. Φυσούσε ένας αέρας δυνατός και πολύ παγωμένος. Η Μπέσκαινα θέλοντας να προφυλαχτεί από τον άγριο αέρα πλησίασε στο ερημοκλήσι να βρει απάγκιο. Τότε, άκουσε βογκητά μέσα από την εκκλησία. Προς στιγμή φοβήθηκε. Εκείνη τη στιγμή περνούσαν από τη γράνα του χώρου της εκκλησίας η Μαργαρίτα της Λαμπρογιαννούλας-Τσουμπού με τα μαρτίνια της και τη νύφη της θεια-Μήτραινας, Αγγελική Λιάκαινακαι πήγαιναν να δουλέψουν στο αμπέλι της Κωνσταντίνας, νύφης της Μαργαρίτας που ήταν από την άλλη πλευρά του δρόμου δίπλα στο μύλο του Λεμπέση. Η θεια-Μπέσκαινα τους γνέφει να μη μιλήσουν και τις έβαλε να ακούσουν και εκείνες τα βογκητά. Αφού βεβαιώθηκε πως κάποιοι είναι μέσα στην εκκλησία η Μαργαρίτα τους λέει: «Πάω να φωνάξω την Ελένη την Καρούζαινα. Αυτή έχει θάρρος και θ’ ανοίξει την πόρτα της εκκλησίας». Η Λιάκαινα έδεσε τα ζωντανά της Μαργαρίτας και τα δικά της στο χωράφι της Κωνσταντίνας και παράμερα το γαϊδούρι για να μην αρχίσει τα γκαρίσματα και προδοθούν. Ήρθε η Ελένη άκουσαν τα βογκητά και κουβέντες που δεν καταλάβαιναν. Μια φωνή σα μικρού παιδιού έλεγε: «Μαντόνα μία, μάμα μία!» (Παναγιά μου, μανούλα μου!). Τότε η Ελένη και όλες μαζί σταυροκοπήθηκαν γιατί δεν γνώριζαν τί σήμαιναν αυτές οι λέξεις και τί θα μπορούσε να τους συμβεί. Η Ελένη ήταν αυτή που έβαλε μια φωνή: «Παναγιά μου! Άγιε μου Κωνσταντίνε!», προς στιγμή η λαλιά της χάθηκε και η φωνή της κόπηκε. Αμέσως φώναξε και τις άλλες για να βοηθήσουν. Ήταν δύο στρατιώτες πεσμένοι και διπλωμένοι στα δύο στο δάπεδο της εκκλησίας. Μια λίμνη αίματος στη μεριά του ενός στρατιώτη και ακαθαρσίες στη μεριά του άλλου που δεν έμοιαζε πάνω από 17-18 χρονών. Η Ελένη φωνάζει στη θεια-Μπέσκαινα: «Φύγε, πήγαινε βάλε νερό στο καζάνι να ζεσταθεί και φέρ’ το να τους πλύνουμε». Η Μαργαρίτα και η Λιάκαινα τρέχουν στα σπίτια τους να φέρουν ό,τι ρούχα μπορούν να τους αλλάξουν. Η Ελένη έτρεξε να ειδοποιήσει τον αδελφό της τον Αρίστο και τη νύφη της τη Γκρέτα τη Γερμανίδα μήπως και μπορέσει να συνεννοηθεί μαζί τους. Πράγματι δόθηκαν οι πρώτες βοήθειες. Ο ένας είχε ένα βαρύ τραύμα στο δεξί ώμο που αιμορραγούσε συνεχώς. Ο άλλος είχε πόνους στην κοιλιά και πολύ διάρροια και ήταν αδύνατο να σταθεί στα πόδια του. Αφού τους έπλυναν έδεσαν το τραύμα πρόχειρα και τους φόρεσαν καθαρά ρούχα. Τα γιατροσόφια ανακούφισαν τα πονεμένα κορμιά μέχρι που ήρθε ο γιατρός Διαμαντόπουλος με τα φάρμακα και τις ενέσεις, καθάρισε το τραύμα, το έδεσε προσεκτικά για να σταματήσει η αιμορραγία του ενός και στον άλλο έκανε μια ένεση για να σταματήσει η διάρροια και οι πόνοι. Ο γιατρός με προφύλαξη πηγαινοερχόταν συνεχώς για να τους κρατήσει στη ζωή. Ο παπα-Σερεντέλλος ο ιερέας του χωριού μας μαθαίνοντας για τους Ιταλούς τραυματίες παίρνει μέρος της λειτουργιάς που είχε για προσκομιδή φυλάξει στο αρμάρι του ιερού του Αγίου Δημητρίου και λίγο κρασί από τη Θράκαινα την Κατερίνη. Φτάνοντας στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Κωνσταντίνου αντίκρυσε τους Ιταλούς τραυματίες καταγής. Αυτοί μόλις τον αντιλήφθηκαν προσπάθησαν να σηκωθούν αλλά ήταν αδύνατον. Ο παπα-Σερεντέλλος γονάτισε έβγαλε το πετραχείλι και τους διάβασε μία ευχή. Μετά έβγαλε και έκοψε τη λειτουργιά σε δύο κομμάτια τους τα έβαλε στο στόμα δίνοντάς τους και από μια γουλιά κρασί και ψέλνοντας συνέχεια για τη σωτηρία τους. Αυτοί καταλαβαίνοντας τον ιερό σκοπό του φυλούσαν τα χέρια και έκλαιγαν συνέχεια κάνοντας το σταυρό τους με το δικό τους τρόπο. Ήταν φανερό πως ζητούσαν συγχώρεση για το κακό που τους επέβαλλαν να κάνουν στη χώρα μας και ευχαριστούσαν το Θεό γι’ αυτά που τους πρόσφεραν οι άνθρωποι εδώ. Δυστυχώς παρά τις προσπάθειες του γιατρού και των κατοίκων του χωριού ο Αιμίλιος δεν άντεξε.

Δυσεντερία, μια αρρώστια που θέριζε εκείνη την εποχή λόγω των κακών συνθηκών διατροφής και υγιεινής. Ο Αιμίλιος ήταν μόλις 18 χρονών. Άφησε την τελευταία του πνοή μέσα στον ιερό χώρο του Αγίου Κωνσταντίνου, τέλος Μαΐου του ’41. Η Ελένη, η Μαργαρίτα, η Αγγελίνα (όπως τη φώναζαν στο χωριό από το όνομα του ανδρός της Αγγελή Διαμαντόπουλου) ετοίμασαν το νεκρό για το ταξίδι της άλλης ζωής. Οι χωριανοί με πολλές προφυλάξεις φέρανε το νεκρό τη νύχτα στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στο χωριό και τον ξενύχτησαν, άντρες και γυναίκες όπως ήταν το έθιμο. Μερικοί άντρες παραφυλούσαν φοβισμένοι μήπως έρθουν οι Γερμανοί και κάνουν ανακρίσεις σχετικά με το νεκρό. Σαν έφεξε η μέρα ο παπα-Σερεντέλλος χτύπησε πένθιμα την καμπάνα του Άη-Δημήτρη και άρχισε να ψέλνει τη νεκρώσιμη ακολουθία. Οι χωριανοί με δάκρυα στα μάτια και πόνο στην ψυχή για το αδικοχαμένο παλικάρι βρίσκονταν στην εκκλησία. Τί κι αν ήταν Ιταλός. Ήταν τόσο νέος και κάποια μάνα θα πρόσμενε το γυρισμό του από τον παράλογο ξεσηκωμό του Ντούτσε που θέλησε να πάρει την Ελλάδα. Οι χωριανοί με λουλούδια σκέπασαν το νεκροκρέβατο που και αυτό το είχε φτιάξει ο παπα-Σερεντέλλος από ξύλα του Λόγγου. Λίγο πριν κατεβάσουν το νεκρό στον τάφο, η Θράκαινα παραμέρισε τους χωριανούς, έφτασε κοντά, γονάτισε δίπλα στο νεκρό, του χάιδεψε τα μαλλιά και τον φίλησε στο πρόσωπο σαν να ήταν η δική του μάνα και άρχισε το μοιρολόι με βαθιούς αναστεναγμούς γιατί ήταν και αυτή μάνα και καταλάβαινε:

‘’Αχ γιόκα μου
η μάνα σου σε καρτερεί
σε ψηλή ραχούλα,
το δρόμο να διαβείς.
Ποιος χαμπέρι θλιβερό
θε’ να της πάει;
Του Χάρου το μαύρο πουλί
θα σκούζει τη συμφορά.
Αχ γιόκα μου
της μάνας σου εγώ θα δώσω
το πικρό φιλί στο παγωμένο στόμα.
Αχ γιόκα μου, αχ γιούλι μου,
στην αγκαλιά του Θεού
εκεί να ζεσταθείς.’’

Ο παπα-Σερεντέλλος τον σκέπασε με το λευκό πανί για να μην πάει ο νεκρός χωρίς τις πρέπουσες τιμές στην αιώνια ζωή. Ο Κάπαρης μαζί με το Γιάννη τον Καρούζο άνοιξαν τον τάφο στο νεκροταφείο του χωριού μες στον Άγιο Γεώργιο. ‘’Όπου γης και τάφος’’ για τον Αιμίλιο τον Ιταλό. Έτσι το παλικαρόπουλο από τη Νάπολη της Ιταλίας θάφτηκε εδώ στα χώματα του Λόγγου. Ο παπα-Σερεντέλλος έψαλε τριήμερα, έκανε εννιάμερα και όλοι οι Λογγίσιοι παραβρέθηκαν στην τελετή μνημόσυνου των 40 ημερών που τα είχαν ετοιμάσει οι γυναίκες του χωριού.
Οι Λογγίσιοι έκαναν ό,τι έγραφαν τα ιερά βιβλία της εκκλησία μας. Τα προσωπικά χαρτιά του Αιμίλιου, μια οικογενειακή φωτογραφία με τους γονείς του και τον Αιμίλιο να παίζει κιθάρα, καθώς και τη φυσαρμόνικά του τα φύλαξε ο γιατρός Διαμαντόπουλος.

Τον τραυματία τον έκρυψαν στον αχυρώνα του Κουρλιούρου και της Ελπίδας Λινάδρου που ήταν κοντά στο εκκλησάκι του Αγίου Κωνσταντίνου. Με πολλές προφυλάξεις ο γιατρός Διαμαντόπουλος πήγαινε και του έκανε αλλαγές στο τραύμα και οι γυναίκες του χωριού του πήγαιναν από το στέρημά τους ζουμί από τραχανά, λίγη μπομπότα και ό,τι άλλο μπορούσαν για να σταθεί στα πόδια του. Οι χωριανοί ποτέ τους δεν τον είδαν σαν εχθρό τους. Οι κυρούλες έλεγαν στις νεότερες γυναίκες, ‘’Λαβωμένο πουλί, θέλει γιατρειά. Ποτέ σου μην το σκοτώσεις. Γιαν’ το και άστο να πετάξει’’.

Ο τραυματίας Βιττώριο σαν έγιανε έφυγε με προφυλάξεις για την Πάτρα με την ελπίδα πως θα έβρισκε τον τρόπο να περάσει τη θάλασσα και να φτάσει στα παράλια της Ιταλίας στο Μπρίντιζι, όπου έμενε η οικογένειά του. Η Γκρέτα του πρότεινε να παραμείνει ακόμη στο Λόγγο και να τον περιθάλψουν σε ασφαλές μέρος μέχρι να κατασταλάξει το μεγάλο μίσος των Γερμανών που καθάριζαν ό,τι έπεφτε στα χέρια τους. Ο Βιττώριο που πραγματικά ήταν ένα ευγενικό παιδί, καταλάβαινε τον κίνδυνο που διέτρεχαν οι χωριανοί που τον περιέθαλπαν και τον έκρυβαν κάθε τόσο σε άλλο μέρος μήπως και τον εντοπίσουν οι Γερμανοί. Δεν ήθελε λοιπόν να τους εμπλέξει και οι Γερμανοί να κάνουν κακό σε όλο το χωριό. Με τα αρχαία ελληνικά που είχε διδαχτεί τα πρώτα χρόνια στο Πανεπιστήμιο όταν φοιτούσε στην πατρίδα του, προσπάθησε να δώσει στην Γκρέτα να καταλάβει ότι φεύγει για να μην δημιουργήσει πρόβλημα στην ίδια αλλά και στους ανθρώπους που τον αγκάλιασαν και τον γλίτωσαν από το θάνατο. Λίγες λέξεις στα ιταλικά και λίγες στα ελληνικά έλεγε αγκαλιάζοντας τη Γκρέτα και τις γυναίκες που του πρόσφεραν τη βοήθειά τους. ‘’

Μάμα Μαρία, μάμα Γκρέτα, mammamia. Grazie!’’ ΗΜαρίαηΜούκαιναήταναυτήπουέκανετιςενέσειςστονΑιμίλιοότανογιατρόςήταναδύνατονναπάειστοναχυρώναγιατίοιΓερμανοί μπαινόβγαιναν στο χωριό. Η Γκρέτα ήταν αυτή που του άλλαζε την πληγή. Ο Βιττώριο ετοιμάστηκε να αναχωρήσει για ένα δύσκολο ταξίδι, σαν τον Οδυσσέα να βρει την Ιθάκη του και ό,τι αγαπούσε πιο πολύ, τα γονικά του και την καλή του που την κρατούσε σε μια τσαλακωμένη φωτογραφία στην εσωτερική τσέπη του χιτωνίου του και την έδειχνε στην Γκρέτα. Ναι, ήταν μια όμορφη, μελαχρινή Ναπολιτάνα, με μακριά, μαύρα μαλλιά και ωραία, μεγάλα μάτια που περίμεναν, εκεί απέναντι στην Ιταλία το γυρισμό του. Σκληρή δοκιμασία της αγάπης σε καιρούς πολέμου. ‘’ Η αγάπη είναι αυτή που πληρώνει του πολέμου το χωρισμό.’’ Ο Βιττώριο αγκαλιάζει, φιλά τη μάμα Γκρέτα, βάζει το χέρι του στον κόρφο του και από μια εσωτερική τσέπη βγάζει ένα στρογγυλό, ασημένιο μετάλλιο που το είχε πάρει σε αθλητικούς αγώνες και το προσφέρει στην Γκρέτα σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για ό,τι έκανε για τον ίδιο και τον αδικοχαμένο Αιμίλιο. Σφίξανε τα χέρια και αποχαιρετηθήκανε ένα σούρουπο του Μαΐου του ’41. Ο Βιττώριο τράβηξε το μακρύ δρόμο της επιστροφής. Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας ο γιατρός Διαμαντόπουλος, μέσω του Ερυθρού Σταυρού, έστειλε στην οικογένεια του Αιμίλιου ένα γράμμα που τους εξηγούσε πώς χάθηκε και πού είναι ενταφιασμένος καθώς και πως έχει τα λίγα προσωπικά του αντικείμενα, κάποια έγγραφα, μια οικογενειακή φωτογραφία, την φυσαρμόνικα και μια σελίδα με μουσικές νότες. Ανάμεσα στο 1949-50, ήρθε η αδελφή του και ένας γιατρός του ιταλικού Ερυθρού Σταυρού συνοδευόμενοι από κλιμάκιο του ελληνικού Ερυθρού Σταυρού Πατρών. Έγινε ανακομιδή λειψάνων και με θρησκευτικές και στρατιωτικές τιμές μεταφέρθηκαν τα οστά του Αιμιλίου στην Ιταλία. Την αδελφή του Αιμίλιου, Τζούλια, τη φιλοξένησαν ο γιατρός Διαμαντόπουλος και η Γκρέτα κατά τη διαμονή της στο Λόγγο. Ο γιατρός Διαμαντόπουλος, σε μια εκδρομή στην Ιταλία, το 1961, συνάντησε την Τζούλια και για πολλά χρόνια είχαν αλληλογραφία. Το 1969 η Τζούλια έστειλε για τον Άγιο Δημήτριο ένα χρυσό καντήλι εις μνήμη του αδελφού της Αιμίλιου. Για τον Βιττώριο δεν έμαθαν ποτέ νέα παρά το ότι ο γιατρός Διαμαντόπουλος μέσω του Ερυθρού Σταυρού προσπάθησε για πολλά χρόνια να μάθει νέα του, αλλά δεν τα κατάφερε.

Αφήγηση (1970): Ελένη Καρούζου-Γκολφινοπούλου-Διαμαντοπούλου, Μαργαρίτα Τσουμπού (Λαμπρογιαννούλας), Αγγελική-Μήτσαινα-Λιάκαινα-Σταθοπούλου, γιατρός Διαμαντόπουλος, Δήμητρα Μούκα-Διαμαντοπούλου, Γερμανίδα Γκρέτα Γκολφινοπούλου, η οποία μου έδωσε το μετάλλιο του Βιττώριο με την υποχρέωση να καταγράψω κάποτε την ιστορία και το όνομα Βιττώριο Πλέτοβαν, Μπρίντιζι, Ιταλία, στα πλαίσια της προσπάθειάς μου για την ανάδειξη της λαογραφίας και της ιστορίας σε ένα χώρο του χωριού μας.


Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

Σχετικα αρθρα


ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Your email address will not be published. Required fields are marked *

protionline.gr