background img
banner
banner

Φθινόπωρο σαν… ποιητική άνοιξη για τον Θανάση Τρίψα

 ΤΕΣΣΕΡΑ ΒΡΑΒΕΙΑ ΣΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΥΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Ούτε ένα, ούτε δύο, τέσσερα βραβεία σε αναγνωρισμένους διαγωνισμούς υψηλού επιπέδου έχει αποσπάσει μόλις το τελευταίο διάστημα ο Αιγιώτης ποιητής Θανάσης Τρίψας που, με το πεφωτισμένο πνεύμα και τις ενδιαφέρουσες όψεις του ποιητικού του έργου, καθοδηγεί, ενδυναμώνει, ευαισθητοποιεί και εμπνέει. Ταυτόχρονα, αποδεικνύει πως η Αιγιάλεια σε πανελλαδικό επίπεδο έχει πολλά να δώσει στον χώρο του πνεύματος και του Πολιτισμού.

Για τρίτη συνεχόμενη χρονιά συμμετείχε και απέσπασε το Α΄ βραβείο στον Ζ΄ Παγκόσμιο διαγωνισμό της «Αμφικτυονίας Ελληνισμού» με θέμα ΄΄Ο απανταχού Ελληνισμός και οι διαχρονικές του αξίες΄΄, στον οποίο υπήρξαν 380 συμμετοχές. Ο Αιγιώτης ποιητής βραβεύθηκε για το ποίημα που φέρει τον τίτλο «Νοσταλγία», με άκρως επίκαιρα μηνύματα. ΄΄Γραμμένο για τον εξαναγκασμό αποδήμησης του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού μας σε ξένες χώρες και την νοσταλγία του για την μητέρα Ελλάδα΄΄, όπως ο ίδιος ο ποιητής αναφέρει.

Οι ιδιαίτερες ευαισθησίες του, φαίνονται σε ένα από τα πιο ξεχωριστά ποιήματα στην ως τώρα διαδρομή του, το ποίημα «Πιστή Αγάπη», το οποίο έλαβε το 2ο Βραβείο (πρώτο δεν υπήρξε) στον 7ο Διεθνή Λογοτεχνικό Διαγωνισμό του Φιλοζωικού Συλλόγου Φθιώτιδας. Η απονομή έγινε το Σάββατο 13 Οκτωβρίου στην αίθουσα του νεοκλασικού κτιρίου της Περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Στον διαγωνισμό συμμετείχαν περίπου 170 ποιητές και η αιγιώτικη διάκριση είναι κάτι παραπάνω από τιμητική. Όπως ο ίδιος ο κ. Τρίψας αναφέρει στην «Π», ΄΄η «Πιστή Αγάπη» είναι ένα ποίημα γραμμένο για τον πιο παλιό και πιστό φίλο του ανθρώπου (τον σκύλο) σε μορφή δύο εκδοχών. Εκείνης που απολαμβάνει την φροντίδα και την αγάπη μας και στον αντίποδα εκείνης που ζει διωγμένος και αδέσποτος με ό,τι αυτό συνεπάγεται΄΄.

Ο Αιγιώτης ποιητής έλαβε ακόμη προσφάτως, έπαινο για την τιμητική συμμετοχή του στον 4ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης, που διοργάνωσε το Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Λευκάδας, ο Σύνδεσμος Φιλολόγων Λευκάδας και η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Συμμετείχε με το ποίημα «Ζωή πάνω σε κύματα», εκφράζοντας την αγωνία και την προσμονή των γονιών που ο γιος τους ταξιδεύει…

Μία ακόμη… πρωτιά για τον Θανάση Τρίψα ήρθε με το ποίημα «Καταφυγή». Απέσπασε το πρώτο βραβείο στον 18ο Ετήσιο Διεθνή Διαγωνισμό του Λογοτεχνικού περιοδικού ΄΄Κελαινώ΄΄ με θέμα «Στις φλέβες της ελπίδας, κεντρίζει η αισιοδοξία». Συμμετείχε στην κατηγορία: Πλησίον του θέματος. Χαρωπά μηνύματα, ενώ το ποίημα είναι γραμμένο για την ελπίδα που πηγάζει αισιοδοξία, περιγράφοντας μία… απρόσμενη ανατολή στη χάση της ημέρας…

Νοσταλγία

Τον ήλιο που μ’ αγκάλιαζε στο φτωχικό νησί, 

στον τοίχο μου ζωγράφισα με φως να πλημμυρίζει

και με νερά τον τύλιξα σε χρώμα θαλασσί,

όταν γυρνά το βλέμμα μου Αιγαίο ν’ ατενίζει.

Μ’ εμάς τους δυο εκάλυψα τον δεύτερο μου τοίχο

κι ένα φεγγάρι κέντησα σ’ έρημη ακρογιαλιά,

σπαρμένη μ’ άσπρα βότσαλα να φέρνουνε τον ήχο,

από τα αργά μας βήματα μέσα στη σιγαλιά.

Τον τρίτο τοίχο στόλισα με χρώματ’ ανθισμένα,

κείνα που αφήνουν ζωγραφιές τα χέρια δειλινού

και ένα αστέρι να μιλώ, σα να μιλώ μ’ εσένα,

ίδιο με εκείνο που ‘δειχνες στο βάθος τ’ ουρανού.

Κι εκείνος που απέμεινε στα γκρίζα είν’ βαμμένος,

που καθρεφτίζει τη ζωή σε χώρα μακρινή,

κείνη που με περίμενε ήλιος συννεφιασμένος,

π’ απελπισμένα αποζητά στη γη για να φανεί.

Στους τέσσερις της ξενιτιάς που ζω μέσα τους τοίχους,

Ελλάδα σαν σε νοσταλγώ, τους τρεις μόνο κοιτώ,

και αποφεύγω να σταθώ στη μοναξιά του τείχους,

π’ ορθώνει μπρος μου ο τέταρτος κι εκεί να ξεχαστώ.

Υπάρχουν όμως και φορές κι εκείνον π’ αντικρίζω,

γιατί είν’ ο νέος ήλιος μου και θα τον σεβαστώ,

δίνει πνοή στις μέρες μου, κι αν κάποτε λυγίζω,

στον ήλιο σου Ελλάδα μου τρέχω για να πιαστώ.

Ίσως ξανά  μην αισθανθώ του ήλιου μου το χάδι

και μια αγκαλιά σου το κορμί πάλι να μη γευτεί,

μα μες στους τρεις θα χάνομαι τους τοίχους κάθε βράδυ,

με μια ελπίδα ο τέταρτος σύντομα να σβηστεί.

Πιστή αγάπη

Μες στων ματιών σου κει τον άδολο βυθό  

πιστής αγάπης γιασεμί είν’ ανθισμένο, 

σαν στέκεις μπρος μου με το βλέμμα υψωμένο,

μέσα τους βλέπω της ψυχής σου τον ανθό.

Στοργής αντίδωρο, σαν κάστρο με φρουρείς

κι είν’ η ζωή σου στην ανάσα μου δεμένη,

με μια φιλία που δεν είναι καλυμμένη

με το μανδύα κίβδηλης και θολερής.

Στις δακρυσμένες μου τις νύχτες ξαγρυπνάς,

λόγια μου λες που είν’ καθάρια τυπωμένα

πάνω στο σώμα σου, στα μάτια τα θλιμμένα

και μένεις κει σε μια γωνιά, σαν να πονάς.

Και στης χαράς μου την απρόσμενη αυγή

σαν ροδοπέταλο λικνίζεις στον αέρα,

νιώθεις πως μέσα μου τη χαρωπή ημέρα

της ευτυχίας αναβλύζει μια πηγή.

Σ’ ένα κοπάδι με πολύχρωμες ψυχές  

π’ ο λόγος μόνο και το βήμα μάς χωρίζει,

ίδιος αέρας την ανάσα μάς δωρίζει

κι ίδιο το αίμα που σταλάζει στις πληγές.

Ζωής ταξίδι είν’ η μοίρα και των δυο

σιμά ο ένας και αντικριστά στον άλλο,

μα ‘γώ σε νιώθω σαν τον φίλο το μεγάλο

κι αν κάποιοι σ’ έχουνε για φοβερό θεριό.

Όμως, πιο πέρα απ’ τη δική σου τη ζωή,

κει που τα μάτια της καρδιάς κάποιων σφαλίζουν,

ζουν οι διωγμένοι, που στου δρόμους τριγυρίζουν

και κουβαλάνε μισεμό κι αποστροφή.

Αποστροφή αυτών που έχουνε  γευθεί

μόνο τ’ ανθρώπινο, το φανερό το χάδι

και αγνοούν πως μες των ζώων το σκοτάδι

φέγγει το χάδι που μερεύει την ψυχή.

Ζωή πάνω σε κύματα

Ένα κερί ανάψαμε με μάτια βουρκωμένα,

γονατιστοί εμείναμε μπροστά στην Παναγιά,

βαρύς χειμώνας στο νησί σπέρνει κακοκαιριά,

να τριγυρνά η σκέψη μας σε κύματ’ αφρισμένα.

Έχουμε γιο με φυλαχτά στα ρούχα του ραμμένα,

που στην αρχή τα’ αρνιότανε, μα το ‘κανε για μας,

«μ’ αυτά», του ‘πε η μάνα του, «γιε μου θα πολεμάς

 της μοίρας τα’ αναπάντεχα κει στα νερά τα ξένα».

Κι έφυγε με τα όνειρα στη νιότη φορτωμένα,

αυλή και σπίτι ερήμωσαν μέσα σε μια βραδιά,

ποτάμι ο ξενιτεμός σε θάλασσα πλατιά,

που δεν γυρίζει στα βουνά τα χιόνα τα λιωμένα.

Πόσο σκληρό να «ν» του σπιτιού τα φύλλα σκορπισμένα,

τι πειρασμός ο ουρανός γι’ απέταχτα πουλιά,

πετούν κι αφήνουν ξάγρυπνες στην έρημη φωλιά

μονάδες με του γυρισμού τα χέρια τα’ ανοιγμένα.

Δυο παρακλήσεις στείλαμε στη μάνα την Παρθένα,

χέρι με χέρι αφήσαμε πίσω την εκκλησία

κι όπως πήρε το βλέμμα μας η φουσκοθαλασσιά,

πάλι προσευχηθήκαμε γιε μου κι δυο για σένα.

Στα βράχια να «ν» τα κύματα ξεψυχισμένα

και κουρασμένος άνεμος να σε ακολουθεί,

φόβος πάνω στα μάτια σου στιγμή να μη σταθεί

κι ήλιο να έχεις συντροφιά κι αστέρα φωτισμένα.

Και στ’ άδειο σπίτι φτάσαμε δυο στάχυα λυγισμένα,

μ’ ευχή κι ελπίδα γρήγορα η ώρα να φανεί,

η χαρωπή σου ν’ ακουστεί και πάλι η φωνή,

 να ‘ρχεται απ’ της αυλής τα ρόδα τα ανθισμένα.

Καταφυγή

Ελπίδα, αναπύρωση της προσμονής που σβήνει,

αντίκρισμα περιστεράς με της ελιάς κλαδί,

του ψυχισμού ανόρθωση που ευθύς ορθοποδεί,

όταν σταγόνα θα γευτεί απ’ τη γλυκιά σου κρήνη.

Απάγκιο δύστυχης ζωής π’ όλο καημούς στοιβάζει

και της θωριάς σου άσβεστο το λύχνο τον κρατά,

τα άτρωτα της μοίρας της ν’ αλλάξεις σε τρωτά

και φάρος να γενείς λαμπρός, σαν μέσα της βραδιάζει.

Σμήνος ευχών σ’ αναζητά το βλέμμα να γυρίσεις,

όταν στους κτύπους της καρδιάς η θλίψη θα φανεί,

τη σκοτεινιά της έκβασης να κάνεις φωτεινή,

μι’ αχτίδα στην απόγνωση σαν θα τους μεταγγίσεις.

Κι όταν στραφεί το βλέμμα σου, σ’ αυτούς χέρι π’ απλώνουν

και αιωρούνται στο κενό που χάσκει συμφορά,

καθένα σου φτερούγισμα αλλάζει τη φορά,

των καταιγίδων πανικού που λογισμούς αλώνουν.

Απρόσμενη ανατολή στη χάση της ημέρας,

φως ιλαρό στο δρόμο μας στέλνεις σαν υψωθείς,

άνοιξη φέρνεις στην ψυχή και μέσα της ανθείς,

ανθούς αγκάλης ανοιχτής με χρώματα μητέρας.

Ελπίδα μας, ανάδυση ονείρου βυθισμένου,

θεόπλαστη απανεμιά, στερνή καταφυγή,

γίνε και ανταπόκριση σε κάθε προσφυγή,

εκείνων που ‘χουν στη ματιά φωνή ναυαγισμένου.


Διαβάστε περισσότερα:
Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

Τα σχόλια είναι κλειστά.

protionline.gr