background img
banner
banner

Ένα ποίημα με αφορμή τη σημερινή μαύρη επέτειο του Λόγγου

ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑΣ ΛΟΓΓΟΥ ΜΕΛΠΩ ΡΟΓΚΑΛΑ

Προσφορά μνήμης στους νεκρούς και αναγνώριση χρέους από τις γενιές που έρχονται για του δρόμου τα γεγονότα τα πικρά, το ποίημα της Μέλπως Ρογκάλα, με αφορμή τη σημερινή μαύρη επέτειο για τον Λόγγο.

Ήταν 22 Αυγούστου του 1962 όταν κάτοικοι της περιοχής, κυρίως νέοι, είχαν καταπλακωθεί από έναν τοίχο ο οποίος κατέρρευσε τη στιγμή που έκαναν εργασίες στον δρόμο, κοντά στην κεντρική πλατεία του χωριού.

Ήταν η μέρα ξαστεριάς,

ήταν ημέρα Αυγούστου

και όλοι συνταχθήκανε

στη μικρή πλατεία,

απόφαση να πάρουνε

να φτιάξουν με άσφαλτο

το δρόμο του χωριού,

να φέρουν τα χρειαζούμενα

στου δρόμου τη στροφή.

Είναι πικρό να περπατούν

στα λασπωμένα χώματα

και να σκοντάφτουν στα νερά

του δρόμου τις λακκούβες

και να αναπνέουν τα παιδιά

του χώματος στη σκόνη.

Και μίλησε ο γέροντας

και απόφαση επήραν

πως όλοι από το χωριό

βοήθεια θε να δώσουν,

στολίδι να γενεί

ο δρόμος του χωριού.

Να μην υπάρχουν άνθρωποι

στο χώμα βουτηγμένοι

και τα παιδιά τους

να έχουνε τον καθαρό αέρα.
Έφεξε η αυγή την ημέρα

και σκόρπιζε ο ήλιος

τη ζέστη πέρα ως πέρα

και το τραγούδι άρχισε

ο γκριζομάλλης γέρος

και τις αξίνες πήρανε

κάθε λογής για όργανο

και τρέχουν εκεί, εθελοντικά,

που η αγάπη τους προστάζει

να κάνουν κάτι καλό

για όλο το χωριό.

Μπροστά πάνε οι γέροντες

και ακολουθούν οι νέοι,

έχουν αγάπη στους γέροντες

και τους ακολουθούν.

Ολημερίς ιδρώνουνε

στου χώματος τη σκόνη,

μα έρχεται το σούρουπο

και θα ξεκουραστούνε.

Καινούργια μέρα φώτισε

και πάλι ο Θεός

και φεύγουν οι Λογγίσιοι

πέρα από το χωριό

για να τελειώσει ο δρόμος

πριν τους προλάβει η βροχή.

Σκάβουν τα παλικάρια

κάτω από τον ήλιο τον καυτό,

τα χείλη τους ζητούν νερό

μα αυτό είναι ζεστό.

Κουράγιο δίνουν οι γέροντες

πως θα έρθει το πανηγύρι

και θα χορεύουν τις κοπελιές

χωρίς το κουρνιαχτό.

Ήταν ημέρα ζέστης

και φώναξε ο γέροντας

πως έφτασε η ώρα

να γυρίσουν στο χωριό

στον καθαρό αέρα

και να πλυθούν στα γαλανά

της θάλασσας νερά.

Μα έμεινε ατελείωτη

στα χείλη η φωνή του

και γέμισε το στόμα του

από το ζεστό το χώμα.

Βουή, αντάρα, κουρνιαχτό

γέμισε ο αέρας

σύννεφο σκόνης κόκκινο

σκέπασε ως πέρα

και το νταμάρι έπεσε

και σκέπασε τον γέροντα

μαζί τα παλικάρια.

Τη σκόνη που φοβόντουσαν

την πήραν στα σωθικά τους,

το χώμα το βαρύ

σκέπασε τα κορμιά τους.
Ο ουρανός συννέφιασε

ο ήλιος δεν εβγήκε.

Ήταν ημέρα συννεφιάς,

ήταν ημέρα θρήνου.

Κλαίνε μανάδες και παιδιά

οι χήρες τους συντρόφους.

Κλαίει το χωριό το παλικάρι

το μικρό δεκάξι μόλις χρόνων.

Ήταν ημέρα παγωνιάς

ήταν ημέρα θρήνου

στου Λόγγου την πλατεία.

Πέρασαν τα χρόνια

ξεχάστηκαν τα παλιά

ήρθε στο χωριό

καινούρια γενιά.

Μα δεν ξέρει τίποτα

για του δρόμου τα γεγονότα τα φριχτά!!!

Μα να σήμερα όλοι μαζί

θα ανάψουμε κερί

στην Άγια σας ψυχή.

Η θυσία σας δρόμος αρετής και αγάπης

για τούτο το χωριό.


Διαβάστε περισσότερα:
· ·
Κατηγορίες Άρθρου
ΠΡΟΣΩΠΑ

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

Your email address will not be published. Required fields are marked *

protionline.gr