background img
banner
banner

ΗΡΑΚΛΗΣ ΡΟΥΠΑΣ: “Η μείωση της φορολογίας δεν αρκεί”

Η επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Γερμανία δεν κόμισε κάτι καινούργιο από πλευράς απτών αποτελεσμάτων. Βέβαια θα πρέπει να έχει γίνει βίωμα πλέον πως σε τέτοιες περιπτώσεις αυτά που συμφωνούνται εμφανίζονται σε “εύθετο” χρόνο. Το ζητούμενο τουλάχιστον στην φάση αυτή ήταν η ανάδειξη ενός διαφορετικού κλίματος αποδοχής της προγραμματιζόμενης νέας αναπτυξιακής πραγματικότητας της χώρας μέσα από το αφήγημα της Κυβέρνησης.

Στην περίοδο που βρισκόμαστε έχει μεγαλύτερη σημασία να αναζητάς από τους δανειστές ουσιαστική βοήθεια στον τομέα των επενδύσεων, παρά την άμεση σε συμφωνηθέντα όπως δείκτες και στόχους. Ενέργειες που απαιτούν πολιτική ζύμωση και αποδοχή από το σύνολο των ευρωπαϊκών μηχανισμών. Σε κάθε πεδίο διαπραγμάτευσης οι επί ίσοις όροις τοποθετήσεις απαιτούν αξιοπιστία. Στοιχείο που εξέλειπε κατά την τελευταία περίοδο. Το μόνο σίγουρα βέβαια είναι πως οι εξαγγελίες για μείωση της φορολογίας φαίνεται να έχουν γίνει αποδεκτές από πλευράς των δανειστών. Αρκεί βέβαια να μην προκύψουν άλλου τύπου παρεκκλίσεις εκτός προγραμματισμού.

Ο κυβερνητικός προγραμματισμός για μείωση των φόρων – αρχής γενομένης από τις επιχειρήσεις – μπορεί να αποτέλεσε τον εύκολο και αυτονόητο προεκλογικό στόχο. Δεν είναι σίγουρο όμως ότι μπορεί να αποτελέσει τη βασική παράμετρο μίας πραγματικής αναπτυξιακής πορείας. Μπορεί ως βασική θεωρητική αρχή η μείωση της φορολογίας να αναδεικνύεται ως εφαλτήριο πολλές φορές, όμως η οικονομική θεωρία επί της ουσίας δομείται σε μοντέλα εξειδικευμένων καταστάσεων.

Η περίπτωση της χώρας μας σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί αυτό που οι οικονομολόγοι θα χαρακτήριζαν ως “text book case”. Με ενδογενείς παθογένειες της οικονομίας, κατεστραμμένη βιομηχανική παραγωγή, δυσλειτουργικό κράτος και ένα εργατικό δυναμικό που μέσα από την ανάγκη επιβίωσης βρίσκεται εκτός των εξελίξεων του 21ου αιώνα, η άμεση αποτελεσματικότητα μέτρων όπως η μείωση της φορολογίας τίθεται υπό διαρκή αμφισβήτηση.

Προφανώς από κάπου πρέπει να γίνει η εκκίνηση. Ειδικά όταν διαχρονικά η φορολογική πολιτική της χώρας χαρακτηριζόταν από αλλοπρόσαλλα και αποσπασματικά νομοθετήματα, χωρίς προγραμματισμό, με στόχο πολλές φορές να “υποστηριχθούν” ειδικά συμφέροντα και καταστάσεις. Αυτός ήταν και ο βασικότερος λόγος που ούτε σταθερή αναπτυξιακή πολιτική μπορούσε να χαραχθεί, ούτε βέβαια να αποτελέσει βάση προσέλκυσης ξένων επενδύσεων.

Αυτές οι διαπιστώσεις όμως σήμερα τείνουν να γίνουν κλισέ. Το μόνο που έχει μείνει στην παρούσα φάση είναι η ευχή να επιτραπεί τελικά η μείωση της φορολογίας από τους δανειστές, με επιπρόσθετη υποστήριξη της γενικότερης αναπτυξιακής προσπάθειας από τη συμφωνία –έστω και σιωπηρή– για τη σταδιακή μείωση της υποχρέωσης διατήρησης πλεονασμάτων από το 3,5% του ΑΕΠ, κατά 0,5% ετησίως μέχρι το 2022. Το μικρό αυτό όφελος είναι δυνατόν να εξασφαλίσει έναν μικρό αέρα ανάπτυξης.

Προφανώς στην Κυβέρνηση γνωρίζουν πολύ καλά πως από μόνη της η μείωση της φορολογίας δεν είναι αρκετό μέτρο για να αναπτυχθεί ικανή αναπτυξιακή δυναμική που να υποστηρίξει ρυθμούς 4%. Ρυθμούς στους οποίους βασίζεται το αφήγημά της. Ειδικά όταν το διεθνές οικονομικό περιβάλλον αναμένεται να εισέλθει σε υφεσιακή κατάσταση. Αυτός είναι και ο λόγος που οι μέχρι σήμερα καθυστερήσεις για την έναρξη εμβληματικών μεγάλων επενδύσεων υπήρξαν καταστροφικές ως προς την αναγκαία εκκίνηση της αναπτυξιακής προσπάθειας της χώρας.
Αυτό που δεν ανέφερε η παρούσα Κυβέρνηση όμως κατά την προεκλογική περίοδο ήταν το γεγονός ότι για τη διάχυση των θετικών επιπτώσεων της μείωσης της φορολογίας απαιτείται χρόνος.
Χρόνος όμως, που δεν υπάρχει εάν η κεντρική στόχευση –προβλέποντας μία διεθνή ύφεση– είναι η θετική διαφοροποίηση της οικονομίας πριν εξαντληθούν για ακόμα μία φορά οι αντοχές της συμπαρασυρόμενη, όπως κατά την κρίση του 2007, από τις αρνητικές διεθνείς εξελίξεις.

Αυτός είναι και ο λόγος που είναι αναγκαίο να εξασφαλισθεί το μαξιλάρι του 0,5% για το 2020 ως προς το σύνολο του πλεονάσματος και να εκκινήσουν τα μεγάλα έργα η πορεία των οποίων θα είναι ανελαστική και ανεπηρέαστη από κρίσεις. Δυστυχώς τα εργαλεία άμυνας που διαθέτει η οικονομία σήμερα είναι ελάχιστα και πολύ συγκεκριμένα. Ειδικά σε μία Ευρωπαϊκή Ένωση που ίσως εισέρχεται σε ύφεση, το ανησυχητικό γεγονός για την προοπτική της οικονομίας είναι πως η Ελλάδα είναι το μόνο κράτος με τη χαμηλότερη άνοδο τιμών. Αυτό έχει επιπτώσεις και στη μελλοντική τάση για κατανάλωση και παραγωγή. Κατά συνέπεια και στην ανάπτυξη.

Μπορεί ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος να έφθασε στις 105,3 μονάδες – επίδοση υψηλότερη από αυτήν του Μαρτίου 2008– ο αποπληθωρισμός όμως εγκαταστάθηκε στην οικονομία αναδεικνύοντας ως σημαντική πιθανότητα στασιμότητα επιβράδυνσης της δυναμικότητας της. Στον αντίποδα, η πτώση του τζίρου των λιανικών πωλήσεων, ένα εμπορικό ισοζύγιο με ανάδειξη προβλημάτων και επενδυτική στασιμότητα, απαιτούν εκτός από δυναμική πολιτική στόχευση και εγρήγορση, πολλή τύχη.

Είναι ίσως η πρώτη φορά μετά από χρόνια κρίσης που ενώ ο προγραμματισμός κινήσεων πολιτικής αναδεικνύει προετοιμασία και σχεδιασμό, απαιτείται τύχη στον χρονισμό των όποιων θετικών επιπτώσεων είναι δυνατόν να εμφανισθούν. Ίσως κατά με την επίκλησή της να είναι δυνατόν να παρακαμφθούν οι επιπτώσεις της αναμενόμενης ευρωπαϊκής αναπτυξιακής κάμψης.
Η Κυβέρνηση στοχεύει σε αύξηση του ΑΕΠ κατά 4% το 2020. Με δεδομένη όμως την παρατηρούμενη στασιμότητα, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, θα πρέπει τα αναπτυξιακά μεγέθη κάποιων τριμήνων να υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό. Ειδικά αν υπολογίσουμε το χαμηλό επίπεδο από το οποίο θα γίνει η εκκίνηση το 2020.

Δυστυχώς, η τοξικότητα πολλών παραγωγικών μηχανισμών σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι δημόσιες επενδύσεις είχαν καθηλωθεί λόγω στόχευσης της κυβέρνησης Τσίπρα για την επίτευξη υπερπλεονασμάτων, οδηγεί σε ένα θολό αναπτυξιακό τοπίο. Αν στα παραπάνω δεδομένα συνεκτιμήσουμε και τις συνεχιζόμενες δυσκολίες των τραπεζών στη διαχείριση των κόκκινων δανείων, γίνεται αντιληπτό πως αναζητείται ένα κράμα ιδιαίτερης πολιτικής δυναμικής και τύχης που ιστορικά δεν έχει μέχρι σήμερα παρατηρηθεί στη χώρα μας τις τελευταίες δεκαετίες.
Άλλωστε, αν πρέπει να ανατρέξουμε σε παραδείγματα άλλων χωρών ως προς τις επιπτώσεις της μείωσης της φορολογίας ως μέτρο σύγκρισης και άντλησης συμπερασμάτων, αρκεί να αναδείξουμε το γεγονός πως αυτά ήταν πενιχρά στις ΗΠΑ κατά τους τελευταίους 20 μήνες, παρά τις γενικές εξαγγελίες του Trump. Πιο συγκεκριμένα οι μειώσεις των φόρων δεν δημιούργησαν την υπεσχημένη ανάπτυξη της τάξεως του 3%. Οι μειώσεις φόρων δεν αποδίδουν πάντα τα αναμενόμενα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα στις ΗΠΑ διαμορφώθηκε σε επίπεδα κρίσης 2007. Αυτή ήταν και η βασική αιτία που η FED ξεκίνησε νέο πρόγραμμα μείωσης επιτοκίων.

Στην περίπτωση της Ελλάδας αλλά και της Ευρώπης, αν λάβουμε υπόψη την περίπτωση των ΗΠΑ, είναι σημαντικό να αναδείξουμε το γεγονός πως μόνον η μείωση των φόρων δεν φθάνει. Απαιτείται σύνθετο μείγμα οικονομικής πολιτικής που ενώ κατά τον κύριο Μητσοτάκη θα στοχεύσει στην ενίσχυση της μεσαίας τάξης, έχει σημασία να υπάρξει διάχυση των μέτρων προς όλες τις κοινωνικές βαθμίδες έτσι ώστε η όποια θετική διάχυση της μείωσης της φορολογίας να γίνει ομοιόμορφα και ισορροπημένα.
Προγραμματισμός. Τύχη. Αλλαγή νοοτροπιών. Προγραμματική και πολιτική συνέχεια καθώς και κοινωνικά ισορροπημένα μέτρα θα πρέπει να αποτελέσουν τη βάση κάθε αναπτυξιακής πολιτικής. Ίσως τότε το “συν Αθηνά και χείρα κίνει”, να αποτελέσει τη βάση ενός νέου μοντέλου ανάπτυξης για την χώρα. Άλλωστε, η οικονομική θεωρία συνεχώς εξελίσσεται.

* Ο κ. Ηρακλής Ρούπας είναι Οικονομολόγος


Κατηγορίες Άρθρου
ΑΠΟΨΗ

Σχετικα αρθρα


Τα σχόλια είναι κλειστά.

protionline.gr